ὑπομίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. [[admisceo]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑπομίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. [[admisceo]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπομίγνῡμι:''' <b class="num">1)</b> примешивать, подмешивать (τί τινι Plat.): τὸ ὑπομεμιγμένον Plat. примесь;<br /><b class="num">2)</b> незаметно приближаться, прибывать (ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc.).
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1225] (s. μίγνυμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω τι εἴς τι, προστίθημί τι εἴς τι δι’ ἀναμίξεως, Λατ. admisceo, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 74D, πρβλ. 71Β· τὸ ὑπομεμιγμένον, τὸ μῖγμα, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Α. ΙΙ. ἀμεταβ. καὶ μεταφορ., πλησιάζω κρυφίως, μετὰ δοτ., ὡς εἶχον τάχους ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον Θουκ. 8. 102.

French (Bailly abrégé)

1 tr. ajouter en mêlant, mêler, mélanger, acc.;
2 intr. s’introduire furtivement dans, τινι.
Étymologie: ὑπό, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και ὑπομείγνυμι Α μίγνυμι / μείγνυμι]
1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.)
2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», Θουκ.)
β) (μτβ.) προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῑν καὶ ὑπομεῑξαι τὸ χρωματικόν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπομεμ(ε)ιγμένον
μίγμα.

Greek Monotonic

ὑπομίγνῡμι: μέλ. -μίξω,
I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομίγνῡμι: 1) примешивать, подмешивать (τί τινι Plat.): τὸ ὑπομεμιγμένον Plat. примесь;
2) незаметно приближаться, прибывать (ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc.).