ὑποκλίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκλίνομαι:''' [ῑ], Παθ., [[ακουμπώ]], αναπαύομαι ή [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., <i>σχοίνῳ ὑπεκλίνθη</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑποκλίνομαι:''' [ῑ], Παθ., [[ακουμπώ]], αναπαύομαι ή [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., <i>σχοίνῳ ὑπεκλίνθη</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλίνομαι:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> ложиться снизу: ὑ. τινι Hom., Anth. ложиться подо что-л. или в тени чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> обвисать, становиться дряблым (μαζὸς ὑπεκλίνθη Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλίνομαι: [ῑ], Παθ. κλίνομαι, πλαγιάζω ὑποκάτω τινός, μετὰ δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους ἕνεκα γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) ὑποκύπτω, εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, τότε... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C.

Greek Monotonic

ὑποκλίνομαι: [ῑ], Παθ., ακουμπώ, αναπαύομαι ή ξαπλώνω κάτω από, με δοτ., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλίνομαι: (ῑ)
1) ложиться снизу: ὑ. τινι Hom., Anth. ложиться подо что-л. или в тени чего-л.;
2) обвисать, становиться дряблым (μαζὸς ὑπεκλίνθη Anth.).