ὕπομβρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπομβρος:''' -ον, αναμεμιγμένος με [[βροχή]], κάπως [[βροχερός]], <i>θέροςὕπομβρον</i>, βροχερό [[καλοκαίρι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὕπομβρος:''' -ον, αναμεμιγμένος με [[βροχή]], κάπως [[βροχερός]], <i>θέροςὕπομβρον</i>, βροχερό [[καλοκαίρι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπομβρος:''' <b class="num">1)</b> несколько дождливый, сырой ([[θέρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дождевой (νεφέλαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπομβρος Medium diacritics: ὕπομβρος Low diacritics: ύπομβρος Capitals: ΥΠΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: hýpombros Transliteration B: hypombros Transliteration C: ypomvros Beta Code: u(/pombros

English (LSJ)

ον,

   A mixed with rain, θέρος ὕ. a rainy summer, Plu.Cam. 3 (as v. l. for ἔπομβρον) ; ἔαρ Gp.1.12.21; νύξ EM450.49; γῆ Philostr. Im.1.9, cf. Ph.Bel.82.28, 97.27; impregnated, ἀσφάλτῳ Philostr.VA 1.24.    II ὕπομβρον ὀστέον Hp. ap. Erot., who explains it as ὑπόνομον καὶ κάθυγρον γεγονός, and ap.Gal.19.149, who says ὕφυγρον, ὑπόπυον, where the reference is to Hp.VC15; μόλις ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθὲν τὸ ἱερεῖον apparently drenched, as t.t. in divination, Plu.2.438a.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπομβρος: -ον, βροχερός πως, θέρος ὕπ., βροχερὸν θέρος, Πλουτ. Κάμιλλ. 3 (Schäf ἔπομβρον), πρβλ. 3. 438Α· τὸ ἔαρ ὕπομβρον Γεωπ. 1. 12, 21· νὺξ ὕπομβρος Ἐτυμ. Μ. σ. 450, 49· ὕπομβρος δὲ ἀσφάλτῳ ἡ χώρα Φιλόστρ. 30. ΙΙ. ὕφυγρος, Γαλην. Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ. σ. 584.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu pluvieux ou humide.
Étymologie: ὑπό, ὄμβρος.

Greek Monotonic

ὕπομβρος: -ον, αναμεμιγμένος με βροχή, κάπως βροχερός, θέροςὕπομβρον, βροχερό καλοκαίρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπομβρος: 1) несколько дождливый, сырой (θέρος Plut.);
2) дождевой (νεφέλαι Plut.).