ὕπομβρος: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπομβρος:''' -ον, αναμεμιγμένος με [[βροχή]], κάπως [[βροχερός]], <i>θέροςὕπομβρον</i>, βροχερό [[καλοκαίρι]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὕπομβρος:''' -ον, αναμεμιγμένος με [[βροχή]], κάπως [[βροχερός]], <i>θέροςὕπομβρον</i>, βροχερό [[καλοκαίρι]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπομβρος:''' <b class="num">1)</b> несколько дождливый, сырой ([[θέρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дождевой (νεφέλαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A mixed with rain, θέρος ὕ. a rainy summer, Plu.Cam. 3 (as v. l. for ἔπομβρον) ; ἔαρ Gp.1.12.21; νύξ EM450.49; γῆ Philostr. Im.1.9, cf. Ph.Bel.82.28, 97.27; impregnated, ἀσφάλτῳ Philostr.VA 1.24. II ὕπομβρον ὀστέον Hp. ap. Erot., who explains it as ὑπόνομον καὶ κάθυγρον γεγονός, and ap.Gal.19.149, who says ὕφυγρον, ὑπόπυον, where the reference is to Hp.VC15; μόλις ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθὲν τὸ ἱερεῖον apparently drenched, as t.t. in divination, Plu.2.438a.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπομβρος: -ον, βροχερός πως, θέρος ὕπ., βροχερὸν θέρος, Πλουτ. Κάμιλλ. 3 (Schäf ἔπομβρον), πρβλ. 3. 438Α· τὸ ἔαρ ὕπομβρον Γεωπ. 1. 12, 21· νὺξ ὕπομβρος Ἐτυμ. Μ. σ. 450, 49· ὕπομβρος δὲ ἀσφάλτῳ ἡ χώρα Φιλόστρ. 30. ΙΙ. ὕφυγρος, Γαλην. Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ. σ. 584.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quelque peu pluvieux ou humide.
Étymologie: ὑπό, ὄμβρος.
Greek Monotonic
ὕπομβρος: -ον, αναμεμιγμένος με βροχή, κάπως βροχερός, θέροςὕπομβρον, βροχερό καλοκαίρι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπομβρος: 1) несколько дождливый, сырой (θέρος Plut.);
2) дождевой (νεφέλαι Plut.).