ὑπομέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομέμφομαι:''' αποθ., [[κατηγορώ]] [[λιγάκι]] ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπομέμφομαι:''' αποθ., [[κατηγορώ]] [[λιγάκι]] ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπομέμφομαι:''' немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομέμφομαι Medium diacritics: ὑπομέμφομαι Low diacritics: υπομέμφομαι Capitals: ΥΠΟΜΕΜΦΟΜΑΙ
Transliteration A: hypomémphomai Transliteration B: hypomemphomai Transliteration C: ypomemfomai Beta Code: u(pome/mfomai

English (LSJ)

   A blame a little or secretly, Plu.Cat.Mi.15, Nonn.D.15.289, etc.

German (Pape)

[Seite 1225] ein wenig, versteckt tadeln, Plut. Cat. min. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέμφομαι: ἀποθ., μέμφομαι ὀλίγον ἢ κρυφίως, ψέγω, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15, Νόνν., κλπ.

French (Bailly abrégé)

blâmer un peu.
Étymologie: ὑπό, μέμφομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ μέμφομαι
κατηγορώ κάπως ή κατηγορώ κρυφά.

Greek Monotonic

ὑπομέμφομαι: αποθ., κατηγορώ λιγάκι ή κρυφά, μυστικά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομέμφομαι: немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.).