φιλόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόγαιος:''' -ον ([[γαῖα]]), αυτός που αγαπά τη γη, σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλόγαιος:''' -ον ([[γαῖα]]), αυτός που αγαπά τη γη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόγαιος:''' землелюбивый, влюбленный в землю ([[ὕνις]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόγαιος Medium diacritics: φιλόγαιος Low diacritics: φιλόγαιος Capitals: ΦΙΛΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: philógaios Transliteration B: philogaios Transliteration C: filogaios Beta Code: filo/gaios

English (LSJ)

ον,

   A loving the earth, ὕνις AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1278] die Erde liebend, ὕνις Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγαιος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν γῆν, ὕνις φιλόγαιος Ἀνθ. Παλατ. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami de la terre.
Étymologie: φίλος, γαῖα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γαιος].

Greek Monotonic

φῐλόγαιος: -ον (γαῖα), αυτός που αγαπά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγαιος: землелюбивый, влюбленный в землю (ὕνις Anth.).