φιλόμυθος: Difference between revisions
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόμῡθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που του αρέσει η [[ομιλία]], στον ίδ. | |lsmtext='''φῐλόμῡθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που του αρέσει η [[ομιλία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόμῡθος:''' <b class="num">1)</b> любящий сказания, мифы Arst.;<br /><b class="num">2)</b> словоохотливый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fond of legends or fables, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Arist.Metaph.982b18, cf. Jul.Gal.39b: τὸ φ., = φιλομυθία, Str.1.2.8, Longin.9.11. II talkative, Arist.EN1117b34, Fr.668 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1282] Sagen, Fabeln, Mährchen liebend, Freund von Sagen, Longin. 9, 11. – Auch redselig, geschwätzig; Arist. eth. 3, 10; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμῡθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = φιλομυθία, Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, λάλος, «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime les récits, les contes, les fables;
2 qui aime à parler, à causer, bavard.
Étymologie: φίλος, μῦθος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις
αρχ.
1. φλύαρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυθον
η φιλομυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μῦθος.
Greek Monotonic
φῐλόμῡθος: -ον, I. αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.
II. αυτός που του αρέσει η ομιλία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόμῡθος: 1) любящий сказания, мифы Arst.;
2) словоохотливый Arst.