φιλάγραυλος: Difference between revisions
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλάγραυλος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[εξοχή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλάγραυλος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[εξοχή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλάγραυλος:''' любящий поля или сельскую жизнь ([[Πάν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.
German (Pape)
[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].
Greek Monotonic
φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάγραυλος: любящий поля или сельскую жизнь (Πάν Anth.).