ὑψήγορος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[στομφώδης]], [[μεγαλόστομος]], [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[στομφώδης]], [[μεγαλόστομος]], [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψήγορος:''' велеречивый или высокомерный ([[γλῶσσα]], [[κομπάσματα]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑψήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, στομφώδης, μεγαλόστομος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψήγορος: велеречивый или высокомерный (γλῶσσα, κομπάσματα Aesch.).