Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' меднобокий ([[τύπωμα]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπλευρος Medium diacritics: χαλκόπλευρος Low diacritics: χαλκόπλευρος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: chalkópleuros Transliteration B: chalkopleuros Transliteration C: chalkoplevros Beta Code: xalko/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs d’airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].

Greek Monotonic

χαλκόπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο κάλπη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπλευρος: меднобокий (τύπωμα Soph.).