ὠκυμάχος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκυμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται [[γρήγορα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκυμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται [[γρήγορα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκῠμάχος:''' стремительный в сражении, воинственный ([[Λοκροί]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A quick to fight, AP6.132 (Nossis).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυμάχος: -ον, ὁ ὠκέως, ταχέως μαχόμενος, Ἀνθ. Παλατ. 6.132.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agile au combat.
Étymologie: ὠκύς, μάχομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται ένθερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος].
Greek Monotonic
ὠκυμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται γρήγορα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠμάχος: стремительный в сражении, воинственный (Λοκροί Anth.).