ἱλάειρα: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(2b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱλάειρα:''' ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная ([[φλόξ]], [[σελήνη]] Emped.).
|elrutext='''ἱλάειρα:''' ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная ([[φλόξ]], [[σελήνη]] Emped.).
}}
{{etym
|etymtx=ἵλαος</b>, <b class="b3">ἱλαρός</b>, <b class="b3">ἵλεως See also: s. [[ἱλάσκομαι]].
}}
}}

Revision as of 01:46, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλάειρᾰ Medium diacritics: ἱλάειρα Low diacritics: ιλάειρα Capitals: ΙΛΑΕΙΡΑ
Transliteration A: hiláeira Transliteration B: hilaeira Transliteration C: ilaeira Beta Code: i(la/eira

English (LSJ)

ἡ,

   A mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v. l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.

Greek Monolingual

ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).

Frisk Etymological English

ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως See also: s. ἱλάσκομαι.