σκηνύδριον: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκηνύδριον:''' τό небольшой шатер, палатка Plut. | |elrutext='''σκηνύδριον:''' τό небольшой шатер, палатка Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
German (Pape)
[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκηνή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.