ἑρμογλυφεύς: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρμογλῠφεύς:''' έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc. | |elrutext='''ἑρμογλῠφεύς:''' έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἑρμο-γλῠφεύς, έως,<br />a [[carver]] of Hermae: [[generally]], a [[statuary]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ὁ,
A carver of Hermae : generally, statuary, Luc.Somn.2, Plu.2.580e.
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, Hermenschnitzer, übh. Bildhauer, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης Ἑρμῶν· καθόλου, γλύπτης, ἀγαλματοποιός, συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. ἑρμογλύφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sculpteur d’hermès ; statuaire en gén.
Étymologie: Ἑρμῆς, γλύφω.
Greek Monolingual
ἑρμογλυφεύς, ὁ (AM) γλυφεύς
ο ερμογλύψος.
Greek Monotonic
ἑρμογλῠφεύς: -έως, ὁ, γλύπτης των Ερμών· γενικά, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφεύς: έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc.
Middle Liddell
ἑρμο-γλῠφεύς, έως,
a carver of Hermae: generally, a statuary, Luc.