δικάστρια: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῐκάστρια:''' ἡ женщина-судья Luc. | |elrutext='''δῐκάστρια:''' ἡ женщина-судья Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῐκάστρια, ἡ, <i>n</i> [[δικαστής]]<br />a she-[[judge]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.
Greek Monotonic
δῐκάστρια: ἡ (δικαστής), γυναίκα δικαστής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.