καλαμητομία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰλᾰμητομία:''' ἡ косьба, жатва Anth. | |elrutext='''κᾰλᾰμητομία:''' ἡ косьба, жатва Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰλᾰμη-[[τομία]], ἡ, [[τέμνω]]<br />a [[reaping]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,
A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.
Greek Monolingual
καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.
Greek Monotonic
κᾰλᾰμητομία: ἡ (τέμνω), θερισμός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμητομία: ἡ косьба, жатва Anth.