πλινθυφής: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλινθῠφής:''' сделанный из кирпичей, кирпичный (δόμοι Aesch.). | |elrutext='''πλινθῠφής:''' сделанный из кирпичей, кирпичный (δόμοι Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλινθυφής -ές [πλίνθος, ὑφαίνω] (gebouwd van) bakstenen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (ὑφαίνω)
A brick-built, A.Pr.450.
German (Pape)
[Seite 637] ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθῠφής: -ές, (ὑφαίνω) ὁ ἐκ πλίνθων ᾠκοδομημένος, Αἰσχύλ. Πρ. 450.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bâti (propr. tissé) en briques.
Étymologie: πλίνθος, ὑφαίνω.
Greek Monolingual
-ές, Α
χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο-υφής].
Greek Monotonic
πλινθῠφής: -ές (ὑφαίνω), αυτός που είναι κατασκευασμένος με πλίνθους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθῠφής: сделанный из кирпичей, кирпичный (δόμοι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλινθυφής -ές [πλίνθος, ὑφαίνω] (gebouwd van) bakstenen.