ἀναρθρία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(1)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]].———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]]) [[ἄναρθρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυναμία]] για [[άρθρωση]] κανονικής ομιλίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] μελών του σώματος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]]) [[ἄναρθρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυναμία]] για [[άρθρωση]] κανονικής ομιλίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] μελών του σώματος.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναρθρία:''' ἡ слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).
|elrutext='''ἀναρθρία:''' ἡ слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρθρία Medium diacritics: ἀναρθρία Low diacritics: αναρθρία Capitals: ΑΝΑΡΘΡΙΑ
Transliteration A: anarthría Transliteration B: anarthria Transliteration C: anarthria Beta Code: a)narqri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of vigour, Arist.Pr.894b21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρθρία: ἡ, ἀτονία ταῶν ἄρθρων, ἐπὶ εὐνούχων, Ἀριστ. Προβλ. 10. 36, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
debilidad de las articulaciones θηλυκή Arist.Pr.894b21.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.
(II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρθρία: ἡ слабость членов, слабосильность (θηλυκή Arst.).