ῥάμμα: Difference between revisions
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
(4) |
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥάμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> шов Pind.;<br /><b class="num">2)</b> нить Diod. | |elrutext='''ῥάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> шов Pind.;<br /><b class="num">2)</b> нить Diod. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 10 January 2019
English (LSJ)
(B), ατος, τό, (ῥάπτω)
A anything sewn or stitched, seam, hem, Pi.Fr.85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.AJ3.7.5. 2 fastening of a bandage by sewing (as ἅμμα by a knot), Hp. Off.8. 3 thread, D.S. 1.87, Dsc.Eup.1.200, Gal.UP10.12. 4 suture of a wound, Hippiatr. 71.ῥάμμαῥάμμα (A), ατος, τό, f.l. (ῥάμα, ῥᾶμα codd.) for ῥεῦμα in Apollod. Poliorc.183.7.
German (Pape)
[Seite 833] τό, das Genähte, Geflickte, Pind. frg. 55; – auch der Faden, Hippocr.; D. Sic. 1, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάμμα: τό, (ῥαίνω) τὸ ἐρραντισμένον, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 37.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
1 couture;
2 fil.
Étymologie: ῥάπτω.
2ατος (τό) :
aspersion.
Étymologie: ῥαίνω.
English (Slater)
ῥάμμα v. λυθίραμμος.
Greek Monolingual
το / ῥάμμα, ΝΜΑ
νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην περίδεση αγγείου που αιμορραγεί
2. ναυτ. ισχυρό νήμα κατάλληλο για τη ραφή ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα
3. φρ. α) «έχω ράμματα για τη γούνα του» — του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση
β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω
μσν.
η ραφή τραύματος
αρχ.
η στερέωση επιδέσμου με ραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπ-μα (< ῥάπτω) με αφομοίωση του -π-].
Russian (Dvoretsky)
ῥάμμα: ατος τό
1) шов Pind.;
2) нить Diod.