παρδαλωτός: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.). | |elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.
Greek Monotonic
παρδᾰλωτός: -ή, -όν (όπως από παρδαλόω), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η λεοπάρδαλη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρδᾰλωτός: как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.