ἀνθήλιος: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(1) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthilios | |Transliteration C=anthilios | ||
|Beta Code=a)nqh/lios | |Beta Code=a)nqh/lios | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἀντήλιος]], q.v.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:30, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A = ἀντήλιος, q.v.
German (Pape)
[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.
Spanish (DGE)
v. ἀντήλιος.
Greek Monolingual
ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2) выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3) подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).