πωλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πωλητικός:''' продажный, торговый Plat. | |elrutext='''πωλητικός:''' продажный, торговый Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.
German (Pape)
[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.
Greek (Liddell-Scott)
πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
πωλητικός: продажный, торговый Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.