ἐπικροτέω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπικροτέω:''' <b class="num">1)</b> стучать (ἐπικροτέοντα ἅρματα Hes.; ἐ. ὀδοῦσι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> хлопать, рукоплескать (τινι Plut., Luc.). | |elrutext='''ἐπικροτέω:''' <b class="num">1)</b> стучать (ἐπικροτέοντα ἅρματα Hes.; ἐ. ὀδοῦσι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> хлопать, рукоплескать (τινι Plut., Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[rattle]] [[over]] the [[ground]], Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A rattle on or over, τὰ δ' ἐπικροτέοντα πέτοντο ἅρματα flew rattling over the ground, Hes.Sc.308. 2. c. acc., strike with a rattling sound, clash, κύμβαλα Alciphr.1.12; κρόταλα Luc.Syr.D. 44; γένειον Opp.C.2.244. 3. clap, applaud, Men.887, Plu.Ant. 12; τινί Luc.Cont.8. 4. c.dat.instr., ἐ. ὀδοῦσι chatter with one's teeth, Ps.-Luc.Philopatr.21; ἐ. τοῖς δακτύλοις snap the fingers, Eust. 1602.16: abs., Aristobul.9J.codd.Ath.
German (Pape)
[Seite 954] dabei Geräusch machen, rasseln; ἅρματα ἐπικροτέοντα, daherrasselnde Wagen, Hes. Sc. 308; τοῖς ὀδοῦσι, mit den Zähnen klappern, Luc. Philopatr. 21; – τὼ χεῖρε, die Hände zusammenschlagen, um Beifall zu klatschen, Synes.; u. ohne den Zusatz, ἐξάραντες ἐπικροτήσατε Menand. bei Schol. Ar. Plut. 689; τινί, Luc. Char. 8; Plut. Anton. 12; aber τοῖς δακτύλοις = dazu mit den Fingern ein Schnippchen schlagen, Ath. XII, 530 b. – Auch ἄκραν τὴν ὁπλὴν τῇ γῇ, darauf schlagen, Heliod.; τὰ κύμβαλα, die Cymbeln dazu schlagen, Alciphr. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικροτέω: ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ μετὰ κρότου, συγκρούω, τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ γένειον Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) μετὰ δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire du bruit : τοῖς ὀδοῦσι LUC claquer des dents ; abs. ἐπικροτεῖν applaudir : τινι qqn.
Étymologie: ἐπίκροτος.
Greek Monotonic
ἐπικροτέω: μέλ. -ήσω, κάνω κρότο πάνω στο έδαφος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικροτέω: 1) стучать (ἐπικροτέοντα ἅρματα Hes.; ἐ. ὀδοῦσι Luc.);
2) хлопать, рукоплескать (τινι Plut., Luc.).