προσαποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσαποβάλλω:''' сверх того терять: π. τι πρὸς ταῖς [[δώδεκα]] Arph. потерять что-л. сверх двенадцати (мин); (τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей.
|elrutext='''προσαποβάλλω:''' сверх того терять: π. τι πρὸς ταῖς [[δώδεκα]] Arph. потерять что-л. сверх двенадцати (мин); (τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αποβάλλω bovendien verliezen.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποβάλλω Medium diacritics: προσαποβάλλω Low diacritics: προσαποβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosapobállō Transliteration B: prosapoballō Transliteration C: prosapovallo Beta Code: prosapoba/llw

English (LSJ)

   A throw away or lose besides, αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα f.l. for προσαπολεῖς in Ar.Nu.1256; τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα Plb.33.5.4; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι Plu.Nic.5; τὰ ὄντα X.Mem.3.6.7.

German (Pape)

[Seite 751] (s. βάλλω), noch dazu wegwerfen oder verlieren; Ar. Nubb. 1237; Xen. Mem. 3, 6, 7; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι, Plut. Nic. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποβάλλω: ἀποβάλλω, χάνω προσέτι, προσαποβαλεῖς (προσαπολεῖς Δινδ.) ἄρ’ αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα, «ἀντὶ τοῦ ζημιωθήσῃ καὶ τὰ πρυτανεῖα πρὸς ταῖς δώδεκα μναῖς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1256· ἀλλὰ καὶ τούτους (δηλ. τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι πολιτευόμενος, ἀλλὰ καὶ τούτους τοὺς ἔχασεν ὁμοῦ μετὰ τῆς περιουσίας του πολιτευόμενος, Πλουτ. Νικ. 5· καὶ τὰ οἰκεῖα προσαποβάλλοι ἂν Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

perdre ou sacrifier en outre.
Étymologie: πρός, ἀποβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
αποβάλλω, χάνω κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσαποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αποβάλλω, διώχνω ακόμα πιο μακριά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσαποβάλλω: сверх того терять: π. τι πρὸς ταῖς δώδεκα Arph. потерять что-л. сверх двенадцати (мин); (τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποβάλλω bovendien verliezen.