τρισύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρισύλλᾰβος:''' трехсложный Luc.
|elrutext='''τρισύλλᾰβος:''' трехсложный Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-σύλλᾰβος, ον, [[συλλαβή]]<br />trisyllabic, Luc.
}}
}}

Revision as of 02:19, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισύλλᾰβος Medium diacritics: τρισύλλαβος Low diacritics: τρισύλλαβος Capitals: ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: trisýllabos Transliteration B: trisyllabos Transliteration C: trisyllavos Beta Code: trisu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A trisyllabic, D.H.Comp.17, A.D.Synt.8.1, Heph.3.2, Luc.Philops.35. Adv. -βως A.D.Pron.78.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν συλλαβῶν συγκείμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17, Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπίρρ. -βως, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 360. -Ὡσαύτως τρισυλλαβιαῖος, α, ον, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 225, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois syllabes, trisyllabique.
Étymologie: τρεῖς, συλλαβή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.).
επίρρ...
τρισυλλάβως Α
με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πεντα-σύλλαβος].

Greek Monotonic

τρῐσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρισύλλᾰβος: трехсложный Luc.

Middle Liddell

τρῐ-σύλλᾰβος, ον, συλλαβή
trisyllabic, Luc.