κατεστράφατο: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
(nl)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεστράφατο:''' ион. 3 л. pl. ppf. pass. к [[καταστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεστράφατο Medium diacritics: κατεστράφατο Low diacritics: κατεστράφατο Capitals: ΚΑΤΕΣΤΡΑΦΑΤΟ
Transliteration A: katestráphato Transliteration B: katestraphato Transliteration C: katestrafato Beta Code: katestra/fato

English (LSJ)

   A v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.

Greek Monotonic

κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

κατεστράφατο: ион. 3 л. pl. ppf. pass. к καταστρέφω.