πετρήεις: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(nl)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.
|elnltext=πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''πετρήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[πετράεις]], άεσσα, ᾶεν<br /><b class="num">1)</b> скалистый, утесистый, каменистый ([[Αὐλίς]], [[Καλυδών]], [[νῆσος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выдолбленный в скале ([[γλάφυ]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρήεις Medium diacritics: πετρήεις Low diacritics: πετρήεις Capitals: ΠΕΤΡΗΕΙΣ
Transliteration A: petrḗeis Transliteration B: petrēeis Transliteration C: petrieis Beta Code: petrh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A rocky, in Hom. always epith. of places, Αὐλίς, Πυθών, Καλυδών, Il.2.496,519,640; νῆσος Od.4.844; γλάφυ πετρῆεν Hes.Op.533.    II haunting rocks, ἰουλίς AP7.504.5 (Leon.); ἠχώ APl.4.154 (Luc. or Arch.).

German (Pape)

[Seite 606] εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυθών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυθῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πετρήεις: εσσα, εν, (πέτρα) βραχώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. χωρῶν, Αὐλίς, Πύθων, Καλυδὼν Ἰδ. Β. 496, 519, κτλ.· νῆσος Ὀδ. Δ. 844· γλάφυ πετρῆεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
plein de rochers, rocailleux.
Étymologie: πέτρα.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: rocky.

Greek Monolingual

-εν Α
1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης
2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη
3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].

Greek Monotonic

πετρήεις: -εσσα, -εν (πέτρα), πετρώδης, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

πετρήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. πετράεις, άεσσα, ᾶεν
1) скалистый, утесистый, каменистый (Αὐλίς, Καλυδών, νῆσος Hom.);
2) выдолбленный в скале (γλάφυ Hes.).