κατατριακοντουτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(nl)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.
|elnltext=κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατριᾱκοντουτίζω:''' шутл. поступать как подобает с τριακοντούτιδες (см.) (κ. τῶν τριακοντουδίνων σπονδῶν Arph.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1391, alluding to the σπονδαὶ τριακοντούτιδες, personified upon the stage as courtesans, with an obscene pun upon ἀκοντίζω (i.e. περαίνω).

Greek (Liddell-Scott)

κατατριᾱκοντουτίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἀκοντίζω (ὅ ἐστι περαίνω)· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;»

Greek Monolingual

κατατριακοντουτίζω (Α)
κωμική λ. του Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι, και τριακοντούτιδες («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει κανείς τριάντα φορές; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντούτις + κατ-ακοντίζω με συμφυρμό].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.

Russian (Dvoretsky)

κατατριᾱκοντουτίζω: шутл. поступать как подобает с τριακοντούτιδες (см.) (κ. τῶν τριακοντουδίνων σπονδῶν Arph.).