ακοντίζω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

ἀκοντίζω)
1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω
«ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῦ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.)
2. χτυπώ με το ακόντιο
«ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά
«και την καρδιά μου ακόντισες με τα γλυκά σου μάτια»
2. σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι
αρχ.
1. χειρίζομαι το ακόντιο, ασκούμαι στον ακοντισμό
«τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν και ἱππαζόμεθα» (Ηρόδ.)
2. ρίχνω, πετάω κάποιον με ορμή
«εἰ θέλει με εἰς τὸ πέλαγος ἀκοντίσαι» (Εκκλ. Μην.)
«ἀκοντίζειν ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμὸν» (Ευσέβ.)
3. φεγγοβολώ
«κύκλος δὲ πανσέληνος ἠκόντιζ’ ἄνω» (Ευρ.)
4. (αμτβ.) ορμώ κάπου ή διαπερνώ κάτι «εἴσω γῆς ἀκοντίζουσ’ ἀραὶ» (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι).
ΠΑΡ. ακόντιση, ακόντισμα, ακοντισμός, ακοντιστής, ακοντιστικός
αρχ.
ἀκοντιστύς
μσν.
ἀκοντιστήριον.
ΣΥΝΘ. εξακοντίζω, υπερακοντίζω
αρχ.
ἀνακοντίζω, ἀντακοντίζω, εἰσακοντίζω, ἐνακοντίζω, κατακοντίζω, παρακοντίζω, προσακοντίζω, συνακοντίζω.