πυρρότριχος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ. | |elnltext=πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρρότρῐχος:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πυρρόθριξ]].<br />Theocr. = [[πυρρόθριξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].
Greek Monotonic
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.