συνεστέον: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(nl) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat. | |elnltext=συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεστέον:''' adj. verb. к [[σύνειμι]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
(σύνειμι)
A one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.
Greek Monotonic
συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνεστέον: adj. verb. к σύνειμι I.