πολύλλιθος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig. | |elnltext=πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύλλῐθος:''' изобилующий камнями, каменистый ([[Τρηχίς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A very stony, AP6.3 (Dionys.).
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος].
Greek Monotonic
πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig.
Russian (Dvoretsky)
πολύλλῐθος: изобилующий камнями, каменистый (Τρηχίς Anth.).