συμπέρθω: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten. | |elnltext=συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπέρθω:''' вместе разрушать: [[ξύν]] γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. вместе с разрушением Илиона. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).
German (Pape)
[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monotonic
συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten.
Russian (Dvoretsky)
συμπέρθω: вместе разрушать: ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. вместе с разрушением Илиона.