κατάψυξις: Difference between revisions
(nl) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling. | |elnltext=κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάψυξις:''' εως ἡ охлаждение Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cooling or becoming cold, chill, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Hp. Prorrh.1.27, cf. Coac.337, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι PA692a23, cf. Rh.1389b32; simply, cold, Thphr.HP6.8.4. II = κώνειον (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυξις: -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, ψῦχος, ψύχρα, κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ φόβος κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7˙ διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.˙ καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους εἶναι τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
refroidissement.
Étymologie: καταψύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling.
Russian (Dvoretsky)
κατάψυξις: εως ἡ охлаждение Arst.