χρύσοφρυς: Difference between revisions
(4b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysofrys | |Transliteration C=chrysofrys | ||
|Beta Code=xru/sofrus | |Beta Code=xru/sofrus | ||
|Definition=[χρῡ], υος, ὁ, a sea-fish <span class="sense" | |Definition=[χρῡ], υος, ὁ, a sea-fish <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with a golden spot over each eye, gilt-head, Sparus aurata</b>, <span class="bibl">Epich.51</span>, <span class="bibl">Eup.150</span>, <span class="bibl">Archipp.18</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>598a10</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>7.862.6</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Ptol.Euerg.1J.</span>; written χρύσοφος in Cyran.44, <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:36, 12 December 2020
English (LSJ)
[χρῡ], υος, ὁ, a sea-fish A with a golden spot over each eye, gilt-head, Sparus aurata, Epich.51, Eup.150, Archipp.18, Arist. HA598a10, PSI7.862.6 (iii B. C.), Ptol.Euerg.1J.; written χρύσοφος in Cyran.44, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1382] υος, mit goldenen Augenbrauen; ὁ χρύσοφρυς, ein Meerfisch mit einem goldenen Flecke über jedem Auge, Epicharm. bei Ath. 304 c u. öfter, Ael. H. A. 18, 28. 16. 2, Luc. Pisc. 48.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσοφρῠς: -υος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς διὰ τὸν περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς χρυσοῦν μηνίσκον, Sparus aurata, Ἐπίχαρ. 40 Ahr.· ὀκτὼ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 14· ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3 κἑξ.· - νῦν ὀνομάζεται «τσιπποῦρα», ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 106.
Greek Monolingual
-όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων της οικογένειας σπαρίδες
αρχ.
είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούρα («ὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν-οφρυς. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysophrys].
Russian (Dvoretsky)
χρύσοφρῠς: υος (ρῡ) ὁ «златобровка» (рыба) Arst., Luc.