κυκλάμινος: Difference between revisions
(nl) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant). | |elnltext=κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠκλάμινος:''' (ᾰ) ἡ бот. цикламен Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, Theoc.5.123, Dsc.2.164; also ὁ, Thphr.HP 7.9.4, 9.9.3; κυκλᾰμίς, ἡ, Orph.A.917:—
A Cyclamen graecum, etc., Il.cc.; also κ. ἑτέρα honeysuckle, Lonicera Periclymenum, Dsc.2.165.
German (Pape)
[Seite 1526] ἡ, Saubrot, eine Pflanze mit runden Knollen, deren wohlriechende Blumen zu Kränzen genommen wurden; Theocr. 5, 123; Nic. bei Ath. XV, 684 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλάμῑνος: ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· ὡσαύτως ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, φυτόν τι μετὰ στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες ἄνθος χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων.
Greek Monolingual
κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α)
το φυτό κυκλάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant).
Russian (Dvoretsky)
κῠκλάμινος: (ᾰ) ἡ бот. цикламен Theocr.