προσαποφαίνω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-αποφαίνω ook nog aantonen. | |elnltext=προσ-αποφαίνω ook nog aantonen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαποφαίνω:''' тж. med. сверх того показывать Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A show or prove besides, Pl.Plt.287a:—Med., Arist.Metaph.1089b16, Plu.2.152b.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu zeigen. darthun, Plat. Polit. 287 a u. Plut., auch med.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποφαίνω: ἀποφαίνω, ἀποδεικνύω προσέτι, Πλάτ. Πολιτ. 287Α. ― Μέσ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 15, Πλούτ. 2. 152Β.
French (Bailly abrégé)
déclarer ou exposer en outre;
Moy. προσαποφαίνομαι m. sign.
Étymologie: πρός, ἀποφαίνω.
Greek Monolingual
Α
(το ενεργ. και μέσ.) αποδεικνύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποφαίνω / -ομαι «αποκαλύπτω, επιδεικνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποφαίνω ook nog aantonen.
Russian (Dvoretsky)
προσαποφαίνω: тж. med. сверх того показывать Plat., Arst., Plut.