κηλήτης: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηλήτης:''' ου ὁ страдающий грыжей Anth. | |elrutext='''κηλήτης:''' ου ὁ страдающий грыжей Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κηλήτης]], ου, [[κήλη]]<br />one who is ruptured, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (κήλη)
A one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—Att. καλήτης Phryn. PSp.81 B.
German (Pape)
[Seite 1431] ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.
Greek (Liddell-Scott)
κηλήτης: -ου, ὁ, (κήλη) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
malade d’une hernie.
Étymologie: κήλη.
Greek Monolingual
κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) κήλη
αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.).
Greek Monotonic
κηλήτης: -ου, ὁ (κήλη), αυτός που είναι «σπασμένος», κομμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κηλήτης: ου ὁ страдающий грыжей Anth.