ἐξονομακλήδην: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(2) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξονομακλήδην:''' adv. (называя) по имени, поименно (ὀνομάζειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.). | |elrutext='''ἐξονομακλήδην:''' adv. (называя) по имени, поименно (ὀνομάζειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=(<b class="b3">ἐκ δ' ὀν</b>.)<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: <b class="b2">by name</b> (Hom.).<br />Origin: IE [Indo-European] [548] <b class="b2">*klh₁-</b> [[call]]<br />Etymology: Hypostasis of the expression <b class="b3">ὄνομα καλεῖν</b> (<b class="b3">τινα</b>) <b class="b2">call (somebody) by name</b> with <b class="b3">κλήδην</b> (Ι 11) and <b class="b3">ἐξ</b> as in <b class="b3">ἐξονομαίνω</b> (<b class="b3">-άζω</b>). - Cf. Fränkel Glotta 14, 2f. S. [[καλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 3 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.
German (Pape)
[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, οἷον, σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), ὀνομαστί, ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐξονομακλήδην αὐτόθι Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. ὀνομακλήδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en appelant par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.
English (Autenrieth)
calling out the name, by name, Il. 22.415.
Greek Monolingual
ἐξονομακλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικά, με τ' όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν].
Greek Monotonic
ἐξονομακλήδην: επίρρ. (καλέω), ονομαστικά, καλώντας με το όνομά του, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξονομακλήδην: adv. (называя) по имени, поименно (ὀνομάζειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
Frisk Etymological English
(ἐκ δ' ὀν.)
Grammatical information: adv.
Meaning: by name (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [548] *klh₁- call
Etymology: Hypostasis of the expression ὄνομα καλεῖν (τινα) call (somebody) by name with κλήδην (Ι 11) and ἐξ as in ἐξονομαίνω (-άζω). - Cf. Fränkel Glotta 14, 2f. S. καλέω.