κρύψιππος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(3)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρύψιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που, [[επειδή]] [[είναι]] [[μικρόσωμος]], κρύβεται από έναν ίππο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κρύψιππος</i><br />σκωπτική [[ονομασία]] του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, [[επειδή]] τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε [[σχεδόν]] ο [[ίππος]] που ήταν [[κοντά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψ</i>(<i>ι</i>)- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>, <i>τέθρ</i>-<i>ιππος</i>)].
|mltxt=[[κρύψιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που, [[επειδή]] [[είναι]] [[μικρόσωμος]], κρύβεται από έναν ίππο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κρύψιππος</i><br />σκωπτική [[ονομασία]] του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, [[επειδή]] τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε [[σχεδόν]] ο [[ίππος]] που ήταν [[κοντά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψ</i>(<i>ι</i>)- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>, <i>τέθρ</i>-<i>ιππος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρύψιππος:''' шутл. (по созвучию с [[Χρύσιππος]]) скрытый лошадью Diog. L.
|elrutext='''κρύψιππος:''' шутл. (по созвучию с [[Χρύσιππος]]) скрытый лошадью Diog. L.
}}
}}

Revision as of 14:02, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψιππος Medium diacritics: κρύψιππος Low diacritics: κρύψιππος Capitals: ΚΡΥΨΙΠΠΟΣ
Transliteration A: krýpsippos Transliteration B: krypsippos Transliteration C: krypsippos Beta Code: kru/yippos

English (LSJ)

ὁ, nickname of Chrysippus, D.L.7.182.

Greek Monolingual

κρύψιππος, -ον (Α)
1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος
σκωπτική ονομασία του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε σχεδόν ο ίππος που ήταν κοντά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψ(ι)- (βλ. κρυπτο-) + ἵππος (πρβλ. κρατήσ-ιππος, τέθρ-ιππος)].

Russian (Dvoretsky)

κρύψιππος: шутл. (по созвучию с Χρύσιππος) скрытый лошадью Diog. L.