προὖπτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(nl)
(4)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προὖπτος zie πρόοπτος.
|elnltext=προὖπτος zie πρόοπτος.
}}
{{elru
|elrutext='''προὖπτος:''' или [[προῦπτος]] 2 стяж. = [[πρόοπτος]].
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 795] zsgzgn statt πρόοπτος, z. B. Thuc. 5, 99. 111.

Greek (Liddell-Scott)

προὖπτος: -ον, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ πρόοπτος.

French (Bailly abrégé)

contr. att. de πρόοπτος.

Greek Monotonic

προὖπτος: -ον, συνηρ. αντί πρόοπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προὖπτος zie πρόοπτος.

Russian (Dvoretsky)

προὖπτος: или προῦπτος 2 стяж. = πρόοπτος.