πιθηκίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(nl) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen. | |elnltext=πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθηκίζω:''' ластиться по-обезьяньи Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5 :—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf) : barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.
German (Pape)
[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκίζω: ластиться по-обезьяньи Arph.