καλλιζυγής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰλλῐζῠγής:''' красиво запряженный ([[ἅρμα]] Eur.).
|elrutext='''κᾰλλῐζῠγής:''' красиво запряженный ([[ἅρμα]] Eur.).
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιζῠγής Medium diacritics: καλλιζυγής Low diacritics: καλλιζυγής Capitals: ΚΑΛΛΙΖΥΓΗΣ
Transliteration A: kallizygḗs Transliteration B: kallizygēs Transliteration C: kallizygis Beta Code: kallizugh/s

English (LSJ)

ές,

   A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.

Greek Monolingual

καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ζύγ-ην), πρβλ. ισο-ζυγής, ομο-ζυγής].

Greek Monotonic

καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).