μανδραγόρας: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(3)
(3)
(No difference)

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανδρᾰγόρας Medium diacritics: μανδραγόρας Low diacritics: μανδραγόρας Capitals: ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
Transliteration A: mandragóras Transliteration B: mandragoras Transliteration C: mandragoras Beta Code: mandrago/ras

English (LSJ)

ου or α, ὁ,

   A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.; μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39; ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι Pl.R.488c; μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν D.10.6; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2.    2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9.    II epith. of Zeus, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μανδρᾰγόρας: -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου ῥίζα Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «τουτέστι μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ου ou α (ὁ) :
mandragore, plante stupéfiante ou soporifique.
Étymologie: DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.

Greek Monolingual

και μαντραγόρας, ο (AM μανδραγόρας Μ και μανδράγορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. φρ. «ἐκ μανδραγόρου καθεύδω» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδω» — πέφτω σε βαθιά νάρκη ή μέθη
2. (κατά τον Ησύχ.) επίθετο του Διός
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ο Μανδραγόρας
κωμωδία του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη κωμωδία της ιταλικής Αναγέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού merdum gijā «φυτό του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη μορφή mandrake και η Αρμενική με τη μορφή manragor].

Greek Monotonic

μανδρᾰγόρας: -ου ή -α, ὁ, το φυτό μανδραγόρας, με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μανδραγόρᾱς: ου или ᾱ ὁ бот. мандрагора (растение, которое, вследствие наркотического действия своих соков, считалось волшебным - предполож. Atropa Belladonna) Xen., Arst., Plut., Luc.: μανδραγόραν πεπωκέναι Dem. выпить мандрагорового соку, т. е. быть в оцепенении.