μεταπεμπτέος: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταπεμπτέος:''' за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.). | |elrutext='''μεταπεμπτέος:''' за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent for, Th.6.25.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
Greek Monolingual
μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
Greek Monotonic
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
Middle Liddell
μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.