πεντηκόντερος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(3b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεντηκόντερος:''' ἡ ион. = [[πεντηκόντορος]]. | |elrutext='''πεντηκόντερος:''' ἡ ион. = [[πεντηκόντορος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεντηκόντερος -ον ook πεντηκόντορος [πεντήκοντα, ἐρέττω] met vijftig roeibanken; subst. ἡ π. pentekonter, schip met vijftig roeiers. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ,
A ship with fifty oars, Pi.P. 4.245, IG12.23, Hdt.1.152, al., Th.1.14 ; πεντηκόντ-ορος is v.l. in Pi. l. c., Hdt. 6.138, Th. l. c., and is found in E.IT 1124 (lyr.), Marm.Par. 15.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, = πεντηκόντορος, Her. 3, 124 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόντερος: ἴδε πεντηκόντορος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πεντηκόντορος.
English (Slater)
πεντηκόντερος
1 with fifty oars πεντηκόντερον ναῦν (-όντορον v. l.) (P. 4.245)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ενν. ναῡς) βλ. πεντηκόντορος.
Greek Monotonic
πεντηκόντερος: ἡ, = πεντηκόντορος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκόντερος: ἡ ион. = πεντηκόντορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκόντερος -ον ook πεντηκόντορος [πεντήκοντα, ἐρέττω] met vijftig roeibanken; subst. ἡ π. pentekonter, schip met vijftig roeiers.