πηνήκη: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(3b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηνήκη:''' v. l. [[πηνίκη]] ἡ парик Arph., Luc. | |elrutext='''πηνήκη:''' v. l. [[πηνίκη]] ἡ парик Arph., Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πηνήκη -ης, ἡ [πήνη?] pruik. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].
Russian (Dvoretsky)
πηνήκη: v. l. πηνίκη ἡ парик Arph., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνήκη -ης, ἡ [πήνη?] pruik.