κατάφαρκτος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάφαρκτος:''' заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.). | |elrutext='''κατάφαρκτος:''' заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάφαρκτος -ον opgesloten. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = κατάφρακτος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.
Greek Monolingual
κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.
Greek Monotonic
κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.
Russian (Dvoretsky)
κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάφαρκτος -ον opgesloten.