προδότις: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προδότις:''' ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph. | |elrutext='''προδότις:''' ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προδότις]], ιδος, [fem. of [[προδότης]]<br />a [[traitress]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ιδος, fem. of προδότης,
A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.
German (Pape)
[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f. de προδότης.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.
Greek Monotonic
προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.
Russian (Dvoretsky)
προδότις: ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph.