πορνοβοσκός: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πορνοβοσκός -οῦ, ὁ [πόρνη, βόσκω] bordeelhouder, pooier. | |elnltext=πορνοβοσκός -οῦ, ὁ [πόρνη, βόσκω] bordeelhouder, pooier. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορνοβοσκός:''' ὁ и ἡ содержатель(ница) притона Dem., Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A brothel-keeper, Myrtil. 4, Aeschin.3.246, D.59.30, Arist.EN1121b33: title of plays by Eubulus, Anaxilas, and Posidippus, and mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 684] Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοβοσκός: ὁ, ὁ διατηρῶν πόρνας, ὁ διευθύνων πορνεῖον, Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1, Αἰσχίν. 89. 4, Δημ. 1354. 22, κτλ. ― ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Εὐβούλου.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui tient une maison de prostitution.
Étymologie: πόρνη, βόσκω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μαστροπός, προαγωγός
αρχ.
ως κύριο όν. Πορνοβοσκός
τίτλος κωμωδιών του Ευβούλου, του Αναξίλα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός.
Greek Monotonic
πορνοβοσκός: ὁ, αυτός που διατηρεί οίκο ανοχής, σε Αισχίν., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορνοβοσκός -οῦ, ὁ [πόρνη, βόσκω] bordeelhouder, pooier.
Russian (Dvoretsky)
πορνοβοσκός: ὁ и ἡ содержатель(ница) притона Dem., Aeschin.