κυανόφρυς: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(3) |
(1ba) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr. | |elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κυᾰν-όφρυς, υ,<br />[[dark]]-browed, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.
Greek Monolingual
κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].
Greek Monotonic
κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.
Middle Liddell
κυᾰν-όφρυς, υ,
dark-browed, Theocr.